τιμονιάρισμα

τιμονιάρισμα
το, Ν [τιμονιάρω]
1. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς το τιμόνι
2. μτφ. ο τρόπος διοίκησης, διακυβέρνησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τιμονιάρισμα — το, ατος 1. το κράτημα του τιμονιού, η οδήγηση. 2. διακυβέρνηση, διοίκηση, κουμάντο: Το τιμονιάρισμα του υπουργού δεν είναι καλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οιάκιση — η (Μ οἰάκισις) [οιακίζω] 1. η μετακίνηση τού πηδαλίου μέσω τού οίακα, η πηδαλιουχία, το τιμονιάρισμα 2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς τον οίακα 3. μτφ. διακυβέρνηση, διεύθυνση, διαχείριση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”